ξυλόζη

ξυλόζη
η
χημ. αλδοπεντόζη τής οποίας η δεξιόστροφη εναντιόμορφη μορφή D-ξυλόζη είναι ευρύτατα διαδεδομένη στα φυτά, ιδιαίτερα στους ξυλώδεις ιστούς, και η οποία απαντά κυρίως υπό την πολυμερισμένη μορφή της, την ξυλάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylose < xyl- (< ξύλο) + -ose (< γαλλ. -ose < γαλλ. glucose)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοσάκχαρο — το (βιοχ.) η ξυλόζη …   Dictionary of Greek

  • ημικυτταρίνες — Μακρομοριακοί ετεροσακχαρίτες με αριθμό μορίων από 1.000 έως 12.000. Οι η. ανάλογα με το είδος των σακχάρων που συμμετέχουν στη δομή τους διακρίνονται σε πεντοζάνες (ξυλάνες, αραβάνες), μεθυλοπεντοζάνες (φυκοζάνες, ραμινοζάνες), εξοζάνες… …   Dictionary of Greek

  • πεντόζες — Οργανικές ενώσεις, μονοσακχαρίτες (σάκχαρα), οι οποίες αντιστοιχούν στο γενικό τύπο C5H10O5 και περιέχουν στο μόριό τους πέντε άτομα άνθρακα. Είναι ουσίες κρυσταλλικές, άχροες, με γλυκιά γεύση. Οι π. είναι ανάλογες με τις εξόζες* και διακρίνονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”